Κατηγορία: Φιλοσοφικές θεωρίες

Χριστιανισμός και Πλατωνισμός

Η σχέση χριστιανισμού και πλατωνισμού, ως ιστορικών φαινομένων και ως θεωρητικών λόγων, αποτελεί μία από τις πλέον σημαντικές πτυχές της ιστορίας της φιλοσοφίας της ύστερης αρχαιότητας και του μεσαίωνα, καθώς για το μεγαλύτερο διάστημα ο πλατωνισμός είχε σχεδόν ταυτιστεί με τη φιλοσοφία.

1. Το ερμηνευτικό πρόβλημα

Το ζήτημα της σχέσης του πλατωνισμού με τον χριστιανισμό μπορεί να θεωρηθεί υπό δύο προοπτικές: την ιστορικο-φιλοσοφική και τη συστηματική –χωρίς αυτές οι δύο να μένουν κατ’ ανάγκην διακριτές. Στην πρώτη προέχει η κατανόηση των συνθηκών συνάντησης στο φιλοσοφικό, θεολογικό και ιδεολογικό πεδίο των δύο αυτών ιστορικών φαινομένων από την ύστερη αρχαιότητα (και συγκεκριμένα από τον 2ο αι.) έως σήμερα, του εκάστοτε αποτελέσματος της συνάντησης, καθώς και των ερμηνειών της. Στη συστηματική προσέγγιση είναι δυνατή μια φαινομενολογία της σχέσης του χριστιανισμού και του πλατωνισμού, περισσότερο ως ιδεότυπων ή ως συστημάτων σκέψης και κοσμοθεωριών και ο εντοπισμός και η φιλοσοφική ερμηνεία ομολογιών και διαφορών.

Το ουσιαστικό ερώτημα είναι αν η πλατωνική φιλοσοφία και παράδοση εν γένει, αλλά και συγκεκριμένες βασικές θέσεις της είναι συμβατές με τον χριστιανισμό. Και είναι ερώτημα η απάντηση του οποίου είναι καθοριστική για (ή εξαρτάται από) την αντίληψη για τη σχέση φιλοσοφίας και θεολογίας, ελληνισμού και χριστιανισμού –ζευγών πεδίων και ιστορικών φαινομένων που διαμόρφωσαν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Άρα, είναι εύλογη και ιστορικά εξηγήσιμη και η επί πολλούς αιώνες ένταση της ερμηνευτικής διαμάχης.

Οι προσεγγίσεις που έχουν γίνει και στις δύο προοπτικές είναι πολλές. Οι προσεγγίσεις με ιστορική ευαισθησία και αντίληψη του φιλοσοφικού και διανοητικού πλαισίου εντός του οποίου γινόταν κάθε φορά η συνάντηση χριστιανισμού και πλατωνισμού ενδιαφέρονται και μπορούν να αναγνωρίσουν τόσο τις (προγραμματικές ή απλώς αναπόφευκτες) συγγένειες όσο και τις αποκλίσεις ή τομές των δύο παραδόσεων. Επιτυγχάνουν, επίσης, να μην μείνουν στις εξωτερικές πλευρές της πολεμικής των δύο κοσμοθεωριών και, ενώ μπορούν να εντοπίσουν τη ρητή στάση καταδίκης του αντιπάλου, δεν αρκούνται σε αυτήν. Κατανοούν ότι, κατά τους πρώτους αιώνες, οι δύο κοσμοθεωρίες στον αγώνα τους για την κατίσχυση της δικής τους αλήθειας, αφενός αποσιωπούν εσωτερικές εντάσεις και αντιφάσεις τους και παρουσιάζονται ως ομοιογενές σύνολο (π.χ. μια ενοποιητική ερμηνεία του Πλάτωνα ή ένας ορθόδοξος χριστιανισμός) και αφετέρου συγκαλύπτουν τις ομοιότητες με τον αντίπαλο και τονίζουν τις διαφορές.

Τα δύο ιστορικά μεγέθη βρίσκονται σε διαφορετική φάση της ανάπτυξής τους και δεν είναι τα ίδια καθ’ όλη τη διάρκεια της σχέσης τους. Ο μεν πλατωνισμός της αυτοκρατορικής περιόδου, με τον οποίο έρχεται πρώτα σε επαφή ο χριστιανισμός (Μεσοπλατωνισμός, Μεσοπλατωνισμός και χριστιανισμός), διαφέρει σε ορισμένα σημεία από τον νεοπλατνώ η προνικαιική χριστιανική θεολογία (πριν από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, 325) διαφέρει από τις κλασικές συνθέσεις των Καππαδοκών και του 4ου-5ου αιώνα –χωρίς να συνυπολογίσουμε τις ‘αιρετικές’ αποκλίσεις στο εσωτερικό τους. Η δυναμική και η ισχύς τους επίσης διαφέρουν ανά εποχή και εξηγούν συμπληρωματικά τη ρητορική της αντίθεσης: οι Πλατωνικοί, όσο εκπροσωπούν την τάξη των πραγμάτων, περιφρονούν τον περιθωριακό χριστιανισμό και τα κείμενά του, ενώ όσο αρχίζουν να αισθάνονται ότι μένουν μόνοι αυτοί να υπερασπιστούν τη φιλοσοφική τιμή του αρχαίου κόσμου εντατικοποιούν τις φιλοσοφικές τους προσπάθειες και εμπλέκονται σε σοβαρότερες διαφωνίες με τους εκπροσώπους ενός κόσμου που τείνει να κυριαρχήσει• ανάλογα οι μορφωμένοι χριστιανοί, όσο πιέζονται και απολογούνται, αποφεύγουν συνήθως την επίθεση και προκρίνουν την ανάδειξη κοινών στοιχείων που μπορούν να οικοδομήσουν συμφωνίες, ενώ όσο αντιλαμβάνονται ότι το ιστορικό εκκρεμές κατευθύνεται προς την πλευρά τους διεκδικούν να αντικαταστήσουν ολοκληρωτικά τον πλατωνισμό και τον κόσμο που θεμελιώνει. Έτσι φαίνεται πως αν δεν κατανοήσουμε το πρόβλημα της σχέσης πλατωνισμού-χριστιανισμού στο εκάστοτε πλαίσιό του, πιθανώς να οδηγηθούμε σε ανιστορικές ερμηνείες.

Οι προσεγγίσεις που προκρίνουν τη συστηματικού χαρακτήρα σύγκριση των φιλοσοφημάτων των δύο πλευρών, μπορούν να οδηγήσουν σημαντικά αποτελέσματα ως προς τις ομοιότητες ή τις διαφορές τους, σε επίπεδο θέσεων και μεθόδων. Συνήθως προϋποθέτουν ή ανασυγκροτηθούν οι ίδιες τον πλατωνισμό, τον ελληνισμό και τον χριστιανισμό ως ιδεότυπους, ανεπηρέαστους από τις ιστορικές εκδιπλώσεις και ερμηνείες τους, σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί η υποστασιοποίηση των εννοιών.

Ωστόσο παραμένει –και εμφανίζεται συχνά– ένας διπλός κίνδυνος. Αφενός αναχρονισμών, καθότι το ίδιο το περιεχόμενο της έννοιας της φιλοσοφίας (και η πρακτική της) έχει αλλάξει μέσα στα ποικίλα φιλοσοφικά ‘παραδείγματα’ και τίποτε δεν εγγυάται ότι με βάση τη σημερινή λ.χ. αντίληψη για τη φιλοσοφία θα κατανοήσουμε καλύτερα (ή ακριβέστερα) τη δραστηριότητα που επίσης ονόμαζαν φιλοσοφία λ.χ. στην ύστερη αρχαιότητα ή στον μεσαίωνα, επομένως και τον πλατωνισμό. Αφετέρου ο κίνδυνος μιας ανιστορικής προοπτικής, εφόσον (ή μάλλον στο μέτρο που) ο στοχαστής ή ερευνητής προβαίνει αναγκαστικά σε ιστορικές αφαιρέσεις για να αναδείξει την ‘ουσία’ του χριστιανισμού και του πλατωνισμού• και με μέτρο αυτή την ουσία, κρίνει και αξιολογεί τη μία ή την άλλη πλευρά. Ιστορικά, πολλές φορές τέτοιες προσεγγίσεις είναι περισσότερο στρατευμένες ερμηνευτικά, καθώς εξαρτώνται περισσότερο από την αντίληψη που έχει συνήθως εκ των προτέρων ο ίδιος ο ερμηνευτής.

2. Η ιστορική διάσταση της σχέσης

Η σχέση ελληνισμού και χριστιανισμού στην ύστερη αρχαιότητα είναι το πρώτο ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να γίνει κατανοητή η σχέση πλατωνισμού και χριστιανισμού. Καθώς ο χριστιανισμός είναι η νεοεμφανιζόμενη μικρή ομάδα πιστών αυτός επιχειρεί πρώτος να οριοθετηθεί ως προς τη φιλοσοφία κατ’ αρχήν και, κατ’ επέκταση, ως προς τον πλατωνισμό. Γι’ αυτό ήδη στη δραστηριότητα και στις επιστολές του Απ. Παύλου υπάρχει ρητά διατυπωμένη η στάση προς τη φιλοσοφία, για την ακρίβεια μια διττή στάση: από τη μια πλευρά η προσπάθεια διάχυσης της νέας διδασκαλίας στον παλιό πολιτισμό, με απομείωση των διαφορών, από την άλλη διεκδίκηση της αποκλειστικότητας της αλήθειας.

Η στάση των χριστιανών επηρεαζόταν από παράγοντες όπως (α) η γνώση της πλατωνικής παράδοσης, που μπορεί να ήταν από τις πρωτογενείς πηγές (κάτι που δεν ήταν αυτονόητο στον Μεσαίωνα, ιδίως στον λατινικό) ή από άλλες μαρτυρίες, συνόψεις και εγχειρίδια, (β) η παιδεία (άλλοτε φιλοσοφική, άλλοτε θεολογική, άλλοτε χαμηλή) και το πολιτισμικό περιβάλλον των συγγραφέων, που μπορεί να ήταν ‘πρώην’ φιλόσοφοι (στους πρώτους αιώνες) ή μοναχοί (πολύ συχνά) και να ανήκουν σε συγκεκριμένη ερμηνευτική θεολογική παράδοση, σε τάση ή (στη Δύση) μοναστικό τάγμα, και (γ) ο σκοπός και το κοινό του κάθε έργου, που μπορεί να ήταν απολογητικό προς τους εθνικούς ή αργότερα προς τους αθεϊστές, αντιαιρετικό προς όποιους θεωρούνταν αιρετικοί, κατηχητικό ή εξηγητικό προς τους πιστούς, ασκητικό προς τους μοναχούς κτλ., πάντοτε εντός της εκάστοτε φιλοσοφικο-θεολογικής διαμάχης.

Εύλογη είναι, συνεπώς, η ποικιλία στις τοποθετήσεις όσων στοχαστών (όπως και σήμερα μελετητών) τοποθετούσαν (ή τοποθετούν) την ερμηνευτική τους προοπτική (ή τον εαυτό τους) στην πλευρά τής (ή: κάποιας) χριστιανικής παράδοσης. Με κριτήριο το πώς αντιλαμβάνονταν τη δική τους παράδοση αξιολογούσαν την πλατωνική παράδοση αναλόγως της απόστασής της από τον χριστιανισμό και της καταλληλότητάς της να υπηρετήσει συγκεκριμένες ανάγκες του, ή εκτιμώντας αναδρομικά τις συνέπειες της επίδρασής της. Η στάση τους είχε τη μορφή (α) αποδοχής βασικών θέσεων του πλατωνισμού και απόπειρας εκχριστιανισμού του (π.χ. Διονύσιος Αρεοπαγίτης), (β) σχεδόν ενθουσιώδους αποδοχής και εκλεκτιστικής αφομοίωσης ορισμένων στοιχείων του πλατωνισμού, αλλά και άλλων φιλοσοφικών τάσεων (Κλήμης Αλεξανδρεύς), (γ) κριτικής στάσης, συνδυασμένης με αποδοχή συγκεκριμένων απόψεων ή μεθοδολογίας (Ιουστίνος, Ωριγένης, Καππαδόκες, Αυγουστίνος) και, τέλος, (δ) της απόλυτης άρνησης και εχθρότητας, στα όρια του μίσους, προς κάθε τι το ελληνικό, όχι μόνο θρησκευτικά αλλά και πολιτισμικά (π.χ. Τατιανός).

3. Σημεία επαφής και επίδρασης

Πέρα από τις ιστορικές εκφάνσεις του πλατωνισμού και του χριστιανισμού, υπάρχουν πολλά στοιχεία στον πρώτο που θεωρήθηκαν ότι προσφέρονται για αξιοποίηση, ειδικά στο πλαίσιο της θεολογικής ερμηνείας του Πλάτωνα από τον ύστερο πλατωνισμό. Η οντολογική διάκριση κτιστού-ακτίστου (κόσμου-Θεού) παραπέμπει στη διάκριση γενητού-αγένητου και στον πλατωνικό δυισμό, μολονότι τον υπερβαίνει. Η δυνατότητα μετοχής των αισθητών στα νοητά, η έννοια της θεϊκής δημιουργίας μέσω ιδεών-παραδειγμάτων (με αναφορές στην πλατωνική διήγηση του Τίμαιου και τις νεοπλατωνικές ερμηνείες της), η έννοια της αθανασίας της ψυχής με πλατωνική καταγωγή (αν και χωρίς την προΰπαρξη των ψυχών και μετενσάρκωση, και με το φιλοσοφικό σκάνδαλο περί ανάστασης του σώματος), η ανάβαση στο νοητό και η ενορατική τάση, η σύλληψη της φιλοσοφίας ως μελέτης θανάτου και ομοίωσης προς τον θεό. Ειδικότερα από τον ύστερο πλατωνισμό: ο αποφατισμός, η κοσμολογική και οντολογική ιεραρχία που διαμεσολαβεί το χάσμα των δύο επιπέδων, η εκστατική κίνηση της ψυχής για την απελευθέρωσή της από την ύλη, η φυγή από τον κόσμο και ο ασκητισμός, ειδικά στις ακραίες ή και αποκλίνουσες από την Ορθοδοξία εκδοχές του, βρίσκει πολλά στοιχεία για τη θεωρητική θεμελίωσή του στον (νεο)πλατωνισμό. Και, η αλληγορική μέθοδος ερμηνείας της Γραφής μέσα από το αλεξανδρινό πλατωνικό περιβάλλον και τον Φίλωνα.

Ο πλατωνισμός ήταν ένας από τους βασικότερους θεωρητικούς παράγοντες για τη διαμόρφωση και τη διατύπωση σε φιλοσοφική γλώσσα του χριστιανικού δόγματος, τόσο του πυρήνα του (Τριαδολογία-Χριστολογία) όσο και εξαρτώμενων πτυχών του (κοσμολογία, ανθρωπολογία, ηθική) ως εύαγγελικῆς προπαρασκευῆς του χριστιανισμού, χωρίς να παραγνωρίζονται οι ουσιαστικές διαφορές τους. Ο πλατωνισμός πρόσφερε τη φιλοσοφική γλώσσα και ως προς αυτό τέθηκε το ερώτημα είναι αν πρόκειται απλώς για δανεισμό τεχνικών όρων ή για αλλοίωση του αρχικού μηνύματος, όπως βιώθηκε και καταγράφηκε με αλιευτικό τρόπο στην Καινή Διαθήκη, ή πάντως φιλοσοφική αναδιατύπωσή του.

Οι βασικές ερμηνείες είναι: (α) Υπάρχει μόνο εξωτερική μόνο σχέση των δύο, καθώς ο χριστιανισμός δεν προσέλαβε διόλου τον πλατωνισμό ούτε επηρεάστηκε ουσιαστικά, απλώς δανείστηκε την ορολογία του• πρόκειται για θρησκευτικές ομολογίες αντίθετες μεταξύ τους (Dörries), (β) Η εξωτερική αυτή σχέση όχι μόνο άφησε ανέπαφο το νόημα της χριστιανικής διδασκαλίας αλλά οδήγησε σε ένα είδος εκχριστιανισμού του πλατωνισμού (Ivánka). (γ) Η χριστιανική θεολογία ανατράπηκε με τη χρήση της φιλοσοφικής ορολογίας, ειδικά της πλατωνικής, και νοθεύτηκε το αρχικό βιβλικό της μήνυμα• η ερμηνεία αυτή εντάσσεται στην αντίληψη περί εξελληνισμού του χριστιανισμού (Adolf von Harnack). (δ) Η πλατωνική ορολογία , αξεδιάλυτη από τις ιδέες που εκφράζει, στάθηκε το πιο κατάλληλο όχημα για την ανάπτυξη και τη θεωρητική εμβάθυνση του χριστιανισμού (de Vogel).

Υπήρξαν κατά καιρούς επιθέσεις εναντίον του Πλάτωνα, ιδίως στο Βυζάντιο και ως αντίδραση στην απόπειρα λίγων στοχαστών όχι απλώς να διδάξουν ή να χρησιμοποιήσουν την πλατωνική φιλοσοφία αλλά με αυτήν να υποκαταστήσουν τη χριστιανική θεολογία. Στον δυτικό κόσμο η σφοδρότερη επίθεση ξεκίνησε από τον ίδιο τον Λούθηρο. Ωστόσο, πολλές από τις θέσεις της πλατωνικής παράδοσης θεωρήθηκαν από αρκετούς χριστιανούς (από τον Ιουστίνο έως τον Jean-Luc Marion) κατάλληλες, και κάποτε οι πιο κατάλληλες για την κατανόηση και τη διατύπωση των δικών τους θέσεων και τελικά για τη συγκρότηση μιας χριστιανικής φιλοσοφίας.

Συγγραφέας: Γιώργος Ζωγραφίδης
  • De Vogel, C. J. "Platonism and Christianity: A Mere Antagonism or a Profound Common Ground?." Vigiliae Christianae 39 (1985)
  • Dörries, H. "Was ist ‘spätantiker Platonismus’? Überlegungen zur Grenzziehung zwischen Platonismus und Christentum." Theologische Rundschau 36 (1971)
  • Ivanka, E. von. Plato Christianus: Übernahme und Umgestaltung des Platonismus durch die Väter. Einsiedeln, 1964.
  • Pelikan, J. The Christian Tradition, A History of the Development of the Doctrine: The Emergence of the Catholic Tradition (100-600). Chicago, 1975.
Αλκιβιάδης

Αλκιβιάδης

Διάλογος του Πλάτωνα με θέμα την αυτογνωσία και την ανάγκη...

Δαμάσκιος

Δαμάσκιος

Ο τελευταίος φιλόσοφος (διάδοχος) της νεοπλατωνικής σχολής...

Το Λύκειο (χώρος και λειτουργία)

Το Λύκειο (χώρος και λειτουργία)

Στο Γυμνάσιο του Λυκείου, στην ανατολική πλευρά της πόλης...

Αμμώνιος Ερμείου

Αμμώνιος Ερμείου

Νεοπλατωνικός φιλόσοφος, ο οποίος κατείχε τη δημόσια έδρα...